- λογώδης
- λογώδης, -ῶδες (Α) [λόγος]1. λογοειδής*2. (για επιχείρημα) προφορικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογῶδες — λογώδης verbal masc/fem voc sg λογώδης verbal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογώδους — λογώδης verbal masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek